- τουρκεύω
- Ν [Τούρκος]1. γίνομαι Τούρκος, ασπάζομαι τον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζομαι, εκτουρκίζομαι2. (μτβ.) εξαναγκάζω κάποιον να προσχωρήσει στον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζω3. (για χώρα ή πόλη) κυριεύομαι από τους Τούρκους4. μτφ. α) θυμώνω πολύ, γίνομαι έξαλλος από θυμόβ) χάνομαι, εξαφανίζομαι («τούρκεψε το ποτήρι»).
Dictionary of Greek. 2013.